- υγρόπισσα
- η / ὑγρόπισσα, ΝΜΑρευστή πίσσα, κεδρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + πίσσα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑγρόπισσα — liquid pitch fem nom/voc sg ὑγρόπισσον liquid pitch neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υγρόπισσα — η πίσσα που διατηρείται και σε ψυχρό περιβάλλον σε ρευστή κατάσταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑγροπίσσης — ὑγρόπισσα liquid pitch fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγροπίσσῃ — ὑγρόπισσα liquid pitch fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υγρόπισσον — τὸ, ΜΑ υγρόπισσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού υγρόπισσα, κατά τα ουδ.] … Dictionary of Greek
κεδρία — η (ΑΜ κεδρέα, Α και κεδρία και ιων. τ. κεδρίη) νεοελλ. παχύρρευστο υγρό με σκούρο χρώμα που λαμβάνεται κατά την ξηρά απόσταξη ρητινούχων ξύλων, αλλ. υγρόπισσα, ρευστή πίσσα, κατράμι αρχ. έλαιο τής κεδρελάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. ία. Ο… … Dictionary of Greek
υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… … Dictionary of Greek